θεραποντις

θεραποντις
    θεραποντίς
    θερᾰποντίς
    -ίδος adj. f состоящая из рабов и рабынь
    

(ἥ φερνή Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "θεραποντις" в других словарях:

  • θεραποντίς — θεραποντίς, ίδος, ἡ (Α) αυτή που ανήκει σε θεράπαινα («θεραποντίδα φερνήν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενές θηλ. τού θεράπων, οντος] …   Dictionary of Greek

  • θεραποντίδα — θεραποντίς of a waiting maid fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

  • φερνή — η, ΝΑ, και δωρ. τ. φερνά και αιολ. τ. φέρενα Α ό,τι φέρνει μαζί της μία γυναίκα που παντρεύεται, προίκα αρχ. 1. (μόνον ο τ. φερνά) το μέρος τής θυσίας που προορίζεται για τον θεό 2. στον πληθ. αἱ φερναί α) νυφικά δώρα β) προίκα που αποτελείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»